- διαμένῃ
- διαμένωcontinuepres subj mp 2nd sgδιαμένωcontinuepres ind mp 2nd sgδιαμένωcontinuepres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαμένηι — διαμένῃ , διαμένω continue pres subj mp 2nd sg διαμένῃ , διαμένω continue pres ind mp 2nd sg διαμένῃ , διαμένω continue pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρέπω — (Α) 1. κλίνω προς το ένα μέρος, γέρνω από τη μια μεριά («μηδαμοῡ νεύῃ μηδ ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ ἰσορροποῡν καὶ ζυγοστατούμενον διαμένῃ», Πολ.) 2. έχω μια ορισμένη κλίση, ψυχική διάθεση για κάτι («καταρρέπειν ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον» … Dictionary of Greek